Η διευθέτηση του συνολικού εργάσιμου χρόνου αποτελεί μια ιδιαίτερα διαδεδομένη πρακτική στον διεθνή ευρωπαϊκό χώρο, που αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς κατά την τελευταία δεκαπενταετία. Η νέα αυτή πρακτική ευελιξίας του χρόνου εργασίας, εκφράζεται πρωτίστως μέσα από τις προσαρμογές της παρεχόμενης εργασίας στις διακυμάνσεις της δραστηριότητας της επιχείρησης ή της υπηρεσίας, με επιμέρους μεταβολές στη διάρκεια του χρόνου εργασίας, διατηρώντας το μέγεθος της απασχόλησης (Κουζής Ι. Εργασιακές σχέσεις και ευρωπαϊκή ενοποίηση, Μελέτες ΙΝΕ, Αθήνα Ιούνιος 2001, σελ.56).