Με βάση τις περσινές δηλώσεις:
- σχεδόν έξι στα δέκα νοικοκυριά δηλώνουν στην Εφορία ετήσια εισοδήματα κάτω από 10.000 ευρώ
- με εισόδημα κάτω και από 5.000 ευρώ δηλώνουν πως ζουν το 37% των φυσικών προσώπων, δηλαδή ο ένας 1 στους 3
- 659.258 φορολογούμενοι ή 1 στους 10, δηλώνει μηδενικό εισόδημα
Πρώτοι προς έλεγχο όμως «βγαίνουν» κυρίως ελεύθεροι επαγγελματίες, η πλειοψηφία των οποίων (το 67,2% ή οι επτά στους δέκα) δηλώνουν πως δεν βγάζουν ούτε 10.000 «καθαρά» το χρόνο. Στο «στόχαστρο» επαγγέλματα και δραστηριότητες όπως ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, εκμεταλλευτές μπαρ και ταξί, που δηλώνουν μονίμως εξαιρετικά χαμηλά εισοδήματα- αλλά δεν κάνουν διακοπή εργασιών για να αναζητήσουν κάποια άλλη πιο προσοδοφόρα δουλειά. Στα Κέντρα Ελέγχου Φορολογουμένων της ΑΑΔΕ θα συγκροτηθούν ειδικές ελεγκτικές ομάδες, που θα επιλέγουν «στόχους» με βάση κριτήρια ανάλυσης κινδύνου, που θα διερευνήσουν τι έσοδα αλλά και τι έξοδα εμφανίζουν στις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ, τι έχουν δηλώσει οι συναλλασσόμενοι με τιμολόγια μαζί τους στο MyDATA (πελάτες- προμηθευτές), τι καταθέσεις έχουν στις τράπεζες, ή αν «πιάνονται» (και γιατί) κάθε χρόνο στην παγίδα των τεκμηρίων (σχεδόν 1 στους 4 φορολογούμενους) κλπ!
Για τον σκοπό αυτό θα αξιοποιηθούν τρεις έμμεσες τεχνικές ελέγχων που εφαρμόζει η ΑΑΔΕ
- ανάλυσης της ρευστότητας του φορολογούμενου
- καθαρής θέσης
- ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά.
Επίσης θα αναζητηθούν άλλες πληροφορίες και διασταυρώσεις με βάσει το ΑΦΜ τους για να διαπιστωθεί αν έχουν άλλα «κρυφά» εισοδήματα (π.χ. από μισθώσεις ακινήτων) ή δαπάνες που δεν δικαιολογούνται από το προφίλ του φορολογουμένου. Ο συνδυασμός των ελέγχων αυτών κρίθηκε αναγκαίος καθώς, παρότι από το 2021 που έχει δοθεί κίνητρο για δήλωση δαπανών από 19 κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών (με αντάλλαγμα τη μείωση του 20% των δαπανών έως και 5.000 ευρώ από το φορολογητέο εισόδημα) το μέτρο δεν φαίνεται να απέδωσε σημαντικά αποτελέσματα, κυρίως διότι οδηγούσε σε σχετικά μικρή μείωση φόρου, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 2.200 ευρώ το χρόνο. Φαίνεται συνεπώς έτσι ότι παραμένουν μεγάλα περιθώρια για συναλλαγές «κάτω από το τραπέζι» αφού ο συναλλασσόμενος φορολογούμενος που ζητά και λαμβάνει απόδειξη έχει μικρότερο όφελος από την έκπτωση που του κάνει ο επαγγελματίας στην τελική τιμή αν δεν πάρει απόδειξη. Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσεται και η πρόθεση της κυβέρνησης για αλλαγή του πλαισίου παροχής κινήτρων για την ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, αλλά και η υποχρεωτική επέκταση των POS σε περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες.




